Santa Lucian travelling - What about salvation (Mark 8.56)

Και ναι λοιπόν ξημέρωσε.. βασικά έχει ξημερώσει εδώ και ώρα αλλά εγώ μόλις πριν από λίγο το χω πάρει χαμπάρι... Σε τούτα δω τα μέρη 7 η  ώρα το πρωί ο ήλιος είναι ήδη πολύ ψηλά και η μέρα έχει ξεκινήσει προ πολλού... Έχω πληρώσει προκαταβολικά στον ιδιοκτήτη από χθες το βράδυ και όπως με ενημέρωσε, για οτιδήποτε επιπλέον χρειαστώ, θα βρίσκεται δίπλα ακριβώς, στο σπίτι του. Ξεπετάω ένα γρήγορο κολατσό με τα αποφάγια που βρήκα (δίκην breakfast) να με περιμένουν στο κοινόχρηστο ψυγείο του hostel (για να ξεγελάσω τον εαυτό μου ότι έφαγα), κάνω ένα βιαστικό ντουζάκι και αφού κλειδαμπαρώσω επιμελώς αρχικά το δωμάτιο μου και κατόπιν την κεντρική είσοδο του (ο θεός να το κάνει) hostel, και ξανατσεκάρω σχολαστικά ότι διπλοκλείδωσα και δεν θα έχω δυσάρεστες εκπλήξεις όταν επιστρέψω το βράδυ, να΄μαι λοιπόν στο δρόμο. Χμ από δω νομίζω.... τι λεει ο χάρτης μου ? Ο οδηγός μου, ο Lesley, τυπικός (στην ώρα του) και χαμογελαστός, ασορτί με το πολύχρωμο T-shirt του,  μου γνέφει καλημέρα από το μισάνοιχτο παράθυρο του minibus του. Βολεύομαι αναπαυτικά στη θέση του συνοδηγού και ξεκινάμε. Ουσιαστικά είναι η πρώτη μου μέρα στο νησί και άντε να δούμε τι θα προλάβω να πρωτοδώ. Ο Lesley προσπερνά με μαεστρία μερικά ανούσια τετραγωνικά μπλοκ καρφωμένα στο λόφο, γεμάτα φτωχικά ξεχαρβαλωμένα τσίγκινα σπιτάκια που προφανώς περιμένουν καρτερικά τον επόμενο κυκλώνα για να ξεριζωθούν συθέμελα άπαξ και
δια παντός), κουκλίστικους ξενώνες με απλωμένες αιώρες και μπουγάδες ταξιδιωτών στις βεράντες και αστεία ονόματα παρμένα κατευθείαν από τη Βίβλο, καθώς και μικρούς αυτοσχέδιους κηπίσκους με κάθε λογής πολύχρωμα, μυριάνθιστα, τροπικά λουλούδια... Εδώ ακόμη και το πιο ασήμαντο αγριολούλουδο έχει μια παράξενη και σαγηνευτική ομορφιά που μαγεύει τον επισκέπτη... και λέω τον επισκέπτη γιατί οι ντόπιοι δείχνουν τόσο εξοικειωμένοι με τούτη δω την απόκοσμη ομορφιά που ούτε καταδέχονται να ρίξουν και το πιο ταπεινό και φευγαλέο τους βλέμμα στην εκτυφλωτικής ομορφάδας φύση που τους περιβάλλει... έτσι είναι άμα ζεις στον παράδεισο, δε σου κάνει αίσθηση τίποτα πια..... To βανάκι γεμίζει με νεαρούς τουρίστες, κυρίως Άγγλους και Γάλλους backpackers που μένουν στα κοντινά καταλύματα και γω αισθάνομαι ανακουφισμένος που πρόλαβα να καβατζώσω την προνομιακή θέση του συνοδηγού με όλη τη θέα μπροστά μου, τη στιγμή που οι υπόλοιποι συνωστίζονται στα άβολα καθίσματα και στα ακόμη πιο άβολα, για φωτογράφηση, πλαινά παράθυρα του οχήματος. Από το ραδιόφωνο ξεπηδούν κρεόλικες ψαλμωδίες, απαράμιλλη και αδιάσειστη απόδειξη της θρησκοληπτικής κατάνυξης των ντόπιων που φτάνει σε επίπεδα εμμονής... Ο οδηγός μου, σιγοψιθυρίζει τραγουδιστά τον ύμνο και ενίοτε κοπανάει ρυθμικά τα δάκτυλά του στο τιμόνι..... Αυτοί οι άνθρωποι γεννήθηκαν για να χορεύουν, να τραγουδάνε και να δοξάζουν τον Κύριο, σκέφτομαι..... Και καθώς κάνω αυτές τις σκέψεις το μάτι μου πέφτει στον τεράστιο ψάθινο σταυρό που τραμπαλίζει από την οροφή και στην επιγραφή που δεσπόζει στο παμπρίζ του minibus "what about salvation (Mark 8.56) ".....
 Ο Lesley με κοιτάζει διερευνητικά καθώς χαζεύω το παμπρίζ και χαμογελάει αυτάρεσκα, αποκαλύπτοντας τα ολόλευκα δόντια του που φαντάζουν ακόμη πιο λευκά μέσα στο κατάμαυρο πρόσωπό του. Ξύνει νωχελικά το μισοξυρισμένο κεφάλι του, και ξεκινά να μου ξηγήσει την αξία της βαθιάς πίστης και την σημασία της Βίβλου στην καθημερινή του ζωή. Ο  τύπος έχει ξυρίσει το πλάγιο τμήμα του κρανίου του, αφήνοντας μόνο μια μικρή τούφα μαλλιών που σχηματίζει τον αριθμό 47, την ηλικία του, όπως μου εξήγησε αργότερα. Μολονότι έχει γυρίσει προς το μέρος μου και μου αναλύει με παραστατικότατες κινήσεις και γκριμάτσες τα λεγόμενα του, δεν χάνει ούτε στιγμή τον αυτοέλεγχό του και - το κυριότερο - τον έλεγχο του οχήματος και προσπερνά με απίστευτο συντονισμό, απάθεια, αλλά και αξιοζήλευτη αρμονία, τις λακούβες στο οδόστρωμα. Και μην νομίζετε ότι μιλάμε για τίποτα απλές, συνηθισμένες λακουβίτσες, μιλάμε για λακουβάρες με κρατήρες άνω των 20 εκατοστών, σάνα έχει πέσει βροχή από όλμους στο δρόμο.... Εντάξει οι οδηγοί την έχουν δει αλλιώς εδώ.... Μου εξηγεί διεξοδικά, και δεν έχω λόγους να μην τον πιστέψω, ότι η τελευταία φορά που έχουν δει επισκευή τούτοι δω οι δρόμοι, θα πρέπει να ήταν περίπου πριν 35 χρόνια, λίγο προτού φύγουν οι Βρεττανοί από το νησί, αφήνοντας τους ντόπιους στην ανεξαρτησία τους και τα συνεπακόλουθα προβλήματα αυτής. Μετά, τα δυσβάστακτα οικονομικά προβλήματα, η ενδημική διαφθορά και η παροιμιώδης ραθυμία και μοιρολατρεία των κατοίκων αυτής της περιοχής του πλανήτη , άφησαν τα γεγονότα να κυλήσουν μόνα τους και τους οδηγούς των οχημάτων στα χέρια ..... του Θεού και της καλής τους τύχης. Εξού και το σχετικό υμνολόγιο. Yeap, man....
Προσπερνάμε ταχύτατα την παραλιακή οδό του Castries, όπου δεσπόζει τo γιγαντιαίo Heraldine Rock Building στο οποίο στεγάζεται η Bank of St.Lucia, τα ξέχυλα δρομάκια με τους άρτι ξέμπαρκους από τα κρουαζιερόπλοια , χαρούμενους τουρίστες με

τα φαιδρά τους καπελάκια, τις χαβανέζικες βερμουδίτσες τους, τις φωτογραφικές μηχανές υπό μάλης και το ηλίθιο βλέμμα του τύπου που ανακάλυψε ότι τελικά δεν υπάρχει Αη Βασίλης, αφήνουμε την υπαίθρια Ψαραγορά και τα τετραώροφα κρουαζιερόπλοια με σημαίες ευκαιρίας στα δεξιά μας και την Κεντρική Αγορά (Castries Market) στα αριστερά μας.... Περνάμε τα φανάρια της Jeremie Street και συνεχίζουμε ακάθεκτοι.....
Παντού στο δρόμο, παιδιά που πάνε σχολείο και χαρωπά τριγωνικά σημαιάκια κίτρινα και γαλάζια, τα χρώματα της χώρας, να κυματίζουν περήφανα. Γιγαντιαία διαφημιστικά tabloits  αμερικάνικων προιόντων (κυρίως αναψυκτικών) ανακατεύονται με εξίσου τεράστιες ρεκλάμες από real estate φίρμες που υπόσχονται να σου μοσχοπουλήσουν τα καλύτερα φιλέτα τούτου του τροπικού νησιωτικού παραδείσου. Τα αγαθά της παγκοσμιοποίηση γαρ !
Η κίνηση στο δρόμο είναι αρχικά υποφερτή, αν και αργήσαμε να ξεκινήσουμε και πλέον όλος ο κόσμος είναι επί ποδός.... Με πρώτους και καλύτερους φυσικά τους υπαίθριους μικροπωλητές που κρατάνε ψηλά τη σημαία του μεταπρατικού εμπορίου. Αν και πλέον τώρα έχουμε κολλήσει στο κυκλοφοριακό χάος , παραδόξως ουδείς φωνάζει, κανείς δεν διαμαρτύρεται. Τραβάμε προς το Νότο, σήμερα θα δούμε  καταρχήν την δυτική πλευρά του νησιού με πρώτο σταθμό το κόλπο του Marigot και ότι προλάβουμε από τα ανατολικά. Μόλις και με τα βίας προλαβαίνω να φωτογραφίσω κουτσά στραβά τα σπίτια και τις επαύλεις που εναλλάσσονται σκαρφαλωμένες στους δασωμένους λόφους ένθεν και κείθεν του δρόμου.
Όλα μα όλα ανεξαιρέτως τα κτίρια έχουν φωτεινά χρώματα, σε απίστευτές αποχρώσεις του γαλάζιου, του κίτρινου και του σιέλ, και χάσκουν στο κενό στηριζόμενα σε αναιμικά, καχεκτικά δοκάρια που παίζουν το ρόλο του θεμελίου και του υποστυλώματος συγκρατώντας το συνολικό οικοδόμημα από το να φάει μια μεγαλόπρεπη κουτρουβάλα στην πλαγιά....  Βέβαια, οι κατολισθήσεις είναι κάτι το πολύ συνηθισμένο σε τούτα δω τα μέρη, αλλά σε πείσμα των κυκλώνων και των αέρηδων που μαστιγώνουν ανελέητα σε τακτά χρονικά διαστήματα τα μέρη αυτά, οι κάτοικοι συνεχίζουν να αψηφούν την λογική και τους απλούς κανόνες της φυσικής.....Αναρωτιέμαι πόσα από αυτά τα μπαλκόνια κι από αυτούς τους do-it-yourself εξώστες θα δει στη θέση τους ο ταξιδιώτης του κοντινού μέλλοντος....Με αυτά και με κείνα, πλησιάζουμε στην πρώτη μας στάση....
Καθώς μειώνουμε ταχύτητα, μια αγέλη ευτραφών κυριών οι οποίες λιάζονται στον ήλιο δίπλα σε κάτι αυτοσχέδιους πάγκους που εδώ παίζουν το ρόλο υπαίθριων μανάβικων, πλησιάζουν το όχημά μας για  να  μας πουλήσουν - έναντι πινακίου φακής - φρούτα (κυρίως μπανάνες και ανανάδες) και κυρίως εμφιαλωμένο νερό. Μετά από αυτή την ολιγόλεπτη στάση για προμήθειες, που από ότι κατάλαβα επιτελούν ευλαβικά όλοι οι οδηγοί των διερχόμενων ΙΧ, συνεχίζουμε για το τουριστικό θέρετρο Marigot Bay.

Παρκάρουμε και προτού κατέβω από το αυτοκίνητο με έχουν ήδη διπλαρώσει 2-3 απίθανοι τύποι που προσπαθούν να μου πουλήσουν ψάθινα καλαθάκια και ganja. O Lesley τους στέλνει στο γεροδιάολο, γρυλλίζοντας μια σειρά από ακαταλαβίστικες κουβέντες στα patois(την τοπική διάλεκτο),  τις οποίες σίγουρα δεν είχε διαβάσει σε κάποιο εδάφιο της Βίβλου, και σπεύδει να μου εξηγεί ότι οι συγκεκριμένοι τύποι δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι συνηθισμένοι ενοχλητικοί ηλίθιοι που παρενοχλούν τους τουρίστες και βλάπτουν τον τουρισμό της χώρας δημιουργώντας κακές εντυπώσεις στο έξω κόσμο για το νησί. Του γνέφω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα από μέρους μου και ότι τέτοιοι τύποι είναι δυνατόν να βρεθούν παντού και σε οποιαδήποτε χώρα. Αφού φωτογραφίζουμε με όλη μας την άνεση τον μαγευτικό κολπίσκο που ξεχύνεται μπροστά μας, 
καθώς και έναν απίθανο rastafarian με την ανάλογη κόμμωση, ξαναφορτώνουμε τα σαρκία μας στο minibus και ροβολάμε τις παράκτιες πλαγιές προς το νότο. Λίγο πιο κάτω, έξω από το χωριό Canaries, σταματάμε σ'ένα απόμερο φουρνάρικο,το Plas Cassav όπου 
δοκιμάζουμε τη σπεσιαλιτέ του καταστήματος, το τοπικό σνακ cassava (ελληνιστί: μανιόκα , ένα είδος αλευριού των Τροπικών που παρασκευάζεται από τη ρίζα του ομώνυμου θάμνου και μετά από μια μακρά και επίπονη κατεργασία αποβάλει την τοξικότητα του και γίνεται βρώσιμο).
Στο δρόμο για το Soufriere, σταματήσαμε άλλες 2 φορές,τη μια για να θαυμάσουμε το πάμφτωχο, 
πλην όμως πανέμορφο, γραφικό ψαροχώρι του Anse la Raye με τον απείρου κάλλους Καθεδρικό του (χτισμένος το 1907) να ξεπηδά ανάμεσα στα σκονισμένα δρομάκια με τα υποτυπώδη δίπατα καταστήματα όπου 
μάλιστα σε ένα από αυτά έλλειπε ολόκληρη η προστατευτική κουπαστή από το μπαλκόνι, οπότε άνετότατα θα μπορούσε ο ανυποψίαστος επισκέπτης να βρεθεί στη στιγμή στο κενό, και ένας φιλικότατος
ντόπιος βάρδος να προσπαθεί να πείσει ότι η δική του εκδοχή του " I shot the sheriff" είναι τουλάχιστον εφάμιλλη με αυτή του Bob Marley, και την άλλη για να φωτογραφηθούμε κρατώντας έναν φίδι στα χέρια μας...Ναι, ναι, ναι,..στα μέρη αυτά είναι πολύ συνηθισμένο να πιάνουν δηλητηριώδη φίδια και να τα δίνουν στους τουρίστες για μια φωτογράφιση. Στην αρχή αρνήθηκα, επικαλούμενος λόγους αρχής, προσπαθώντας να καλύψω την αμηχανία και το φόβο μου, αλλά όταν είδα όλη την ομήγυρη, ακόμη και μικρά παιδάκια, να φωτογραφίζονται με τα φίδια, αναγκάστηκα να υποστώ (προς αποφυγή της δημόσιας χλεύης) και γω αυτό το μαρτύριο. Κρατώντας κυριολεκτικά με τρεμάμενα χέρια το κεφάλι του φουκαριάρικου ζωντανού, και απαγγέλοντας (από μέσα μου) μαζεμένες περισσότερες προσευχές από όσες λένε κάθε πρωί ο Πάπας και 1000 καρδινάλιοι, πόζαρα στον φωτογραφικό φακό αποτυπώντας την αφεντομουτσουνάρα μου αγκαζέ με το φίδι...Ουφ... τι μπελάς κι αυτός.. πάμε παρακάτω....
Σε λίγο, στα δεξιά μας, στο βάθος του ορίζοντα δύο τεράστιοι μυτεροί λοφίσκοι (Τhe Pitons) προαναγγέλουν την άφιξη μας στο Soufriere. Αυτή η σημερινή μικρή κωμόπολη που έχει γίνει πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο χάρη στους δυο διάσημους λόφους που υψώνονται μερικά χιλιόμετρα νοτιότερά της, είναι η επόμενη στάση μας. Την εποχή της γαλλικής κατοχής, διετέλεσε πρωτεύουσα του νησιού.
Σήμερα, τρεις τέσσερις παράλληλοι ασφαλτοστρωμένοι (κάποτε στο μακρινό παρελθόν) δρόμοι όλοι κι όλοι και πέντε έξι κάθετοι,

χωμένοι όλοι μαζί σε μια κοιλάδα που βγάζει στη θάλασσα συνθέτουν αυτό που λέγεται Soufriere. Αμυδρά, διακρίνω μερικά κτιριακά απομεινάρια του αποικιακού παρελθόντος με πρώτο και καλύτερο τον Ρωμαιοκαθολικό Ναό που δεσπόζει στην κεντρική πλατεία του οικισμού. Προσπερνάμε γρήγορα, τα φασαριόζικα κεντρικά δρομάκια με τους φλύαρους πεζούς και τα μισογκρεμισμένα σκουριασμένα, τσίγκινα οικήματα και κατευθυνόμαστε ΒΑ για τους περίφημους Βοτανικούς Κήπους της πόλης(Diamond Botanical Gardens).
Εντάξει, εδώ ομολογώ ότι έβγαλα τα φωτογραφικά απωθημένα μου, φωτογράφισα ακόμη και το τελευταίο ίχνος βλάστησης και κάθε εκατοστό των μικρών Καταρρακτών που κοσμούν τους Κήπους.
Ακολούθως τραβήξαμε προς την ενδοχώρα για μια γρήγορη επίσκεψη στα Πάρκο των Θειούχων Πηγών(Sulfur Springs). Παρά την έντονα δυσάρεστη οσμή, κυριολεκτικά σαν χαλασμένο αυγό, μια επίσκεψη πρέπει να
γίνει καθότι τέτοιο γεωλογικό φαινόμενο δεν συναντιέται κάθε μέρα. Σε τέτοιες περιοχές, κοντά σε ενεργά ηφαίστεια, αναβλύζουν από τα έγκατα της γης δύσοσμα αέρια μέσα σε λάκκους με θερμό νερό. Νέες φωτογραφίες, βογγήξανε τα φλας και οι ψηφιακές και τώρα γραμμή για το Ladera Resort...Ευχαριστημένοι από την μέχρι τώρα εξέλιξη του ταξιδιού, αφήνουμε την επιλογή του περαιτέρω δρομολογίου μας στα χέρια του Lesley. 
Φτάσαμε γρήγορα σε ένα άκρως εντυπωσιακό (και άκρως τουριστικό θα έλεγα) κατάλυμα, με θέα-μπαλκόνι στις Κορυφές (The Pitons) που ομολογώ ότι δικαίως συγκαταλέγονται στην λίστα Παγκόσμιας Κληρονομίας της UNESCO (World Heritage Site). Πάλι χαμός με φωτογραφίες, και δώστου ξανά φωτογραφίες,και άντε όλοι μαζί , και άντε μια ο καθής
χώρια, και άντε μια με τη μια κορυφή και άντε και μια με την άλλη... Πλακώσανε και αυτά που είχαμε παραγγείλει, κάτι ντόπια ζυμαρικά τηγανισμένα σε καυτό λάδι, σαν τις βιετναμέζικες lumpias και τα κινέζικα spring rolls, και δώστου συζητήσεις και αναλύσεις ώσπου ο κλασικός καιρός της Καραιβικής μας τα μούσκεψε τελείως... Μετά το δεκάλεπτο διάλλειμα της μπόρα, ο ήλιος ανέτειλε ξανά ψηλά στον ουρανό και μεις συνεχίσαμε απρόσκοπτα το ταξίδι προς το νότο. 
Μετά από καμιά ώρα,και προσπερνώντας 2-3 αδιάφορα φτωχικά ψαροχώρια με γαλλικά ονόματα όπως το Choiseul, φτάσαμε στο επίσης αδιάφορο Vieux Fort, δεύτερο σε μέγεθος οικισμό του νησιού (περάσαμε μάλιστα και ακριβώς έξω από το Hewanorra International Airport, το μεγαλύτερο και βασικό αεροδρόμιο του νησιού} δηλαδή το νοτιότερο σημείο του νησιού και αφού αφήσαμε πίσω μας τα γαλήνια νερά της Καραιβικής, περάσαμε στην ανατολική πλευρά, αυτήν που χτυπάνε αλύπητα τα τεράστια κύματα του Ατλαντικού. Και δω τρελή βλάστηση και φτωχικά, κακομοιριασμένα χωριουδάκια, σωστοί τσιγκινομαχαλάδες, σε δύο βασικές παραλλαγές, είτε εκεί που σκάει το κύμα, είτε σκαρφαλωμένα σαν κατσίκια στις πλαγιές. Μοναδική παραφωνία στην πανταχού παρούσα απύθμενη φτώχεια, οι εκκλησίες. Μεγαλόπρεπες και ογκώδεις, ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, από χιλιόμετρα μακριά.
Το έδαφος σε αυτή την πλευρά του νησιού είναι πιο κακοτράχαλο και οι οικισμοί λιγοστοί και πιο αντιτουριστικοί. Το όχημά μας τρέχει ξέφρενα στον έρημο δρόμο, κάνοντας τα αναγκαία ζικ-ζακ για να αποφύγει τις λακούβες της βομβαρδισμένης ασφάλτου και ο απαλός αέρας πασπαλίζει εμάς και τις φωτογραφικές μηχανές μας με ένα λεπτό στρώμα ερυθρόχρωμης σκόνης, κάνοντας μας να μοιάζουμε με Ινδιάνους σε αμερικάνικο γουέστερν.  Δυστυχώς εδώ μας έπιασε τρελή βροχή, κανονική τροπική βροχή και κανείς μας δεν είχε όρεξη για βγει από το όχημα. Έτσι αρκεστήκαμε σε βιαστικές φωτογραφήσεις από τα παράθυρα καθώς ο οδηγός μας έτρεχε σαν το Σουμάχερ, μέσα στα τροπικά δάση προσπαθώντας να αποφύγει το σκοτάδι που πλάκωσε γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα. Με προίκα στις αποσκευές μας, μερικά καρούμπαλα και μελανιές από τις προσκρούσεις στον ουρανό και τα πλάγια τοιχώματα του minibus (ας όψετε ο φωτογραφικός οίστρος που μας είχε καταλάβει ολημερίς) καθώς και ακόμη μερικές σκόρπιες φωτογραφίες από τους επιβλητικούς Καθεδρικούς Ναούς του Micoud και του Dennery, την οργιώδη βλάστηση της τροπικής ενδοχώρας, και τα μάτια μας γεμάτα εικόνες και χρώματα, φτάσαμε αλώβητοι στο κέντρο του Castries. 

Αποχαιρετήσαμε τον οδηγό μας μπροστά στο Πάρκο της Derek Walcott Square, ανανεώνοντας τον ραντεβού μας για το επόμενο πρωινό. Αφού τριγύρισα λιγάκι στα πιο φωτεινά σημεία της πόλης κατευθύνθηκα με μια φίλη Γαλλίδα στο κοντινότερο Κινέζικο ρεστοράν που είχα σταμπάρει από το πρωί. Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι ήταν και το καλύτερο κινέζικο που έχω φάει στη ζωή μου, ούτε κι ότι βαρυστομάχιασα, αλλά ωστόσο πήρα την απαιτούμενη ενέργεια για τη συνέχεια. Αρκέστηκα στο να παραγγείλω δοκιμασμένα πιάτα (χοιρινό με γλυκόξυνη σάλτσα) σταχυολογώντας όσο περίμενα να έρθει τι φαγητό μου, από την απέραντη καφροσυλλογή μου, τα χειρότερα ανέκδοτα για τα κινέζικα εστιατόρια και να φοβίσω σε τέτοιο βαθμό την Γαλλιδούλα που με κοιτούσε με γουρλωμένο ύφος προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αλήθεια και τι όχι από όσα έλεγα.... Βγαίνοντας από το μαγαζί παρατήρησα ότι οι δρόμοι ήταν εντελώς σκοτεινοί και άδειοι. Βλέποντας μικρές ομάδες κυριολεκτικά ρακένδυτων μαύρων να συνωστίζονται γύρω από φωτιές που είχανε ανάψει σε βαρέλια στις άκρες των δρόμων θυμήθηκα τις σοφές συμβουλές που μας είχαν δώσει εξαρχής από το hostel, ότι δηλαδή δεν είναι συνετό να κυκλοφορείς όντας λευκός, και άρα ξένος, μετά το σκοτάδι στο κέντρο της πόλης. Η αλήθεια είναι ότι είχα πάρει αψήφιστα τις συστάσεις, αλλά όταν μας προσπέρασε ένα διερχόμενο ζευγάρι ηλικιωμένων και μας συνέστησε καλού-κακού να κρύψουμε τις φωτογραφικές μας μηχανές και τα πορτοφόλια μας γιατί ¨πολλά¨ γίνονται μέσα στη νύχτα, ομολογώ ότι τα χρειάστηκα..... Όντως, ο τροπικός αυτός παράδεισος (στα μάτια όλων ημών των ξένων) δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πολύχρωμη τρώγλη όπου η καθημερινή επιβίωση αποτελεί το Α και το Ω για τους ντόπιους. Με την άκρατη φτώχεια και την συνεπακόλουθη εγκληματικότητα (δε μιλάω για τις επίσημες στατιστικές που δημοσιεύουν οι χαρτογιακάδες στα γραφεία τους) να χτυπάει κόκκινο, είναι εύκολα ερμηνεύσιμη η κίνηση των μεγάλων κρουαζιεροπλοίων που μαντρώνουν μάνι μάνι τους τουρίστες στο πλοίο, λίγο πριν πέσει το σούρουπο. Με το που πέφτει το σκοτάδι, δεν βλέπεις ούτε αστυνομικό όργανο στο δρόμο, ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες.  Προσπάθησα να διασκεδάσω τις εντυπώσεις, πιέζοντας τον εαυτό μου να θυμηθεί προς τα που ακριβώς βρίσκεται το hostel μας. Προσανατολίστηκα γρήγορα αν και με τρόμο διαπίστωσα ότι δεν είχα σημειώσει κάπου το τηλέφωνο του hostel μου και ότι έπρεπε να διασχίσουμε ολόκληρη την παραλιακή ζώνη με τα κακόφημα μπαρ και τα σκοτεινά σοκάκια, για να φτάσουμε στον προορισμό μας, κάπου στο Sans Souci. Μαζεύοντας όσο θάρρος μου είχε απομείνει, εξήγησα στη συνοδό μου την κατάσταση και της είπα ορθά κοφτά να μην απαντήσει σε καμία πρόκληση, να μην δώσει καμία απάντηση σε ότι κι αν μας πουν όταν θα περάσουμε μπροστά από τα βαρέλια με τις φωτιές και ότι εάν τυχόν συμβεί καμία στραβή και μας την πέσουν τίποτα μυστήριοι, δεν υπάρχει λόγος να καθίσουμε να το συζητήσουμε πολιτισμένα, απλά να αρχίσει να τρέχει προς την κατεύθυνση της θάλασσας και μετά να στρίψει όλο δεξιά χωρίς καν να μπει στον κόπο να ρίξει καμιά ματιά προς τα πίσω. Κάνοντας μαύρες σκέψεις και με την εικόνα του Κεντέρη και τους μαύρους ξωπίσω του, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, κινήσαμε να περάσουμε από το επίμαχο σημείο. Η αλήθεια είναι ότι φώναξαν προς το μέρος μας 2-3 φορές δυνατά, αλλά εμείς ούτε γυρίσαμε το κεφάλι, ούτε σταματήσαμε. Έχοντας γαντζωμένη τη φωτογραφική μηχανή επάνω μου και αναλογιζόμενος συνεχώς τη ρήση που είχα δει το πρωί στο αυτοκίνητο του Lesley (what about salvation - Mark 8.56) περάσαμε τους ΅σκόπελους΅, (γιατί τελικά το ίδιο ΅μπλόκο΅ συναντήσαμε σε άλλα 2 σημεία) και φτάσαμε μετά από ένα χιτσοκικό μισάωρο έντονου περπατήματος (στα όρια του αγωνιστικού βάδην)στην περιοχή με τα hostels. Ξεκλείδωσα βιαστικά την εξώπορτα, την ξανακλείδωσα ξωπίσω μου, ξεκλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου και αφού την ασφάλισα, κατέρρευσα φορώντας ακόμη τα ρούχα μου, με πάταγο στο κρεβάτι και κοιμήθηκα σαν πουλάκι, μέχρι αργά το επόμενο πρωί....